We’ve updated our Terms of Use to reflect our new entity name and address. You can review the changes here.
We’ve updated our Terms of Use. You can review the changes here.

Υ​γ​ρ​α​σ​ί​α - Humidity

by Γιώργος Χούχος, Μαρίνα Αντωνοπούλου

/
  • Compact Disc (CD) + Digital Album

    Ολόκληρο το κείμενο και οι στίχοι των τραγουδιών της παράστασης "ΥΓΡΑΣΙΑ - Τα ερωτικά εγκλήματα της Θεσσαλονίκης" μαζί με cd.

    Artwork, Βίκτωρ Μοσχόπουλος.

    Includes unlimited streaming of Υγρασία - Humidity via the free Bandcamp app, plus high-quality download in MP3, FLAC and more.
    ships out within 3 days
    Purchasable with gift card

      €10 EUR or more 

     

  • Streaming + Download

    Includes unlimited streaming via the free Bandcamp app, plus high-quality download in MP3, FLAC and more.
    Purchasable with gift card

      €7.80 EUR  or more

     

1.
Κατέβαινα απ' τα έλη, μέσα απ τις ερημιές μυρίζοντας τον φόβο, ακούγοντας κραυγές μες στα στενά γυρίζοντας, στις φτωχογειτονιές έβλεπα ράκη ανθρώπινα, φρενοκρουσμένες σκιές. Στα τείχη δίπλα έτρεχα, στις δυτικές ακριές να φτάσω πρώτος ήθελα πίσω απ τις φυλωσιές παραβροντάκι μακρινό, για να τη δω να φτάνει να χώνεται στου πόθου μας τις μαγικές κρυψιές. Μα η Άνοιξη είναι Άνοιξη κι όποιος την αρνηθεί στη γη ας μην πορεύεται, μα μέσα ας χωθεί Να την, τη βλέπεις? Έρχεται, απ την στροφή εφάνη αχ, δες την τρέχει η τρελή, στο νου κακό δε βάνει η φούστα της σαν ανοιχτή στον ουρανό παντιέρα τελάλης της κρυψώνας μας, μιλάει με τον αέρα. Έλα κοντά μου ήλιε μου, στις μύτες περπατώντας προς το φεγγάρι γλύστρησε αναπνοή κρατώντας βγες απ τη σκια, θέλω να δω ξανά για να πιστέψω πως έχεις σάρκα και οστά, το νου μου να ημερέψω. Μα η Άνοιξη είναι Άνοιξη και όποιος την αρνηθεί στη γη ας μην πορεύεται, μα μέσα ας χωθεί. Να πω δεν ξέρω αν άκουσα χλιμιντρισιές αλόγου αν κρασωμένα και βαριά, μύρισα χνώτα Γότθου, ή αν τον ήχο άκουσα απ’ το φρικτό θηκάρι που το μαχαίρι ξέρασε επάνω στο κεφάλι. Αυτό που ξέρω όμως να πω, μα τρέμω και στον ήχο, Κόκκινος έγινε λεκές, η αγάπη, σε άσπρο τοίχο. Γι'αυτό σου λέω λοιπόν, κυρά, κάθε μισό φεγγάρι στον κήπο σου άσε να γλιστρώ, δούλος του Μακελλάρη. Γύρω απ’ την πόλη που γυρνά κόκκινο φως να δρέπω Χιλιάδες χρόνια στη σειρά το φονικό να βλέπω. Πως είναι γύρω Άνοιξη εγώ θα τ' αρνηθώ στη γη ας μην πορεύομαι, και μέσα ας χωθώ.
2.
Ένα μαντήλι μου δωσαν, μετάξι πορφυρό, μου το ‘δεσαν δύο φορές τριγύρω απ' το λαιμό, Στο δρόμο ρόδια φάγαμε, μιλήσαμε μ' αηδόνια, αργά τσουλούσαμε, αργά, σε μέρη σκοτεινά. Μες στα μαλλιά μου πλέχτηκαν αστέρια και κλαδιά, μια κουκουβάγια έβλεπα σε κύκλους να πετά, τα σύννεφα ήταν κόκκινα, βαριά και χαμηλά, πλεκόντουσαν στις ρόδες μας σαν ζώα δαιμονικά. Όταν την απερνάνε από τη γειτονιά, κορίτσια και νυφάδες την κλαιν την ομορφιά Τα άλογα πεταχτήκανε μέχρι τον ουρανό, "Κατέβα κόρη, φτάσαμε, το σπίτι είν' από 'δω", Σηκώθηκα, ακολούθησα και βάδιζα κοντά τους, και είχα στο νου μου να πατώ πάνω στα βήματά τους "Αυτό εκεί τι ήτανε;" με σπρώχνει η πεθερά, "Σαν που; Δε βλέπω τίποτα" – "Μα, κοίτα πιο καλά!" Είδα τ'αστέρια να 'ρχονται όλο και πιο κοντά, σα φίδι κουλουριάστηκα – πετάχτηκα ξανά. Και ένα φιδάκι κόκκινο τριγύρω απ το λαιμό, μες στο μετάξι ρούφαγε σφυγμό με το σφυγμό, Όλη η ανάσα μου έφυγε – αεράκι δροσερό, τα φύλλα τρεμουλιάσανε, ρίγησε το νερό. Άνεμος εσηκώθηκε, καταραμένο κρύο, μ'άρπαξαν χειροπόδαρα, μάνα και αδελφές, και σέρνοντας τα πόδια τους, κόντρα στο αγερομάνι, περάσαμε λιμνούλες και κρυφολαγκαδιές. Όταν την απερνάνε από τα μαγαζιά, ραΐζουν τα ποτήρια και φεύγουν τα κρασιά. Λίγο πιο έξω απ'τα ανοιχτά μιας μικρής πολίχνης -Θέρμη τη λέγαν, έμαθα μετά με τον καιρό- σταμάτησαν κ μ'άφησαν μέσα σε κάτι θάμνους, "Καλώς τα κανονίσαμε όλα ίσαμ' εδώ" "Ας βάλετε μια δύναμη όλες μαζί σα μία, την πλάκα που η ίδια έκοβα γι' ατέλειωτο καιρό, σηκώστε την, πετάξτε την στον πέτρινο σωλήνα" είπε η μάνα του άντρα μου, του άντρα π' αγαπώ "Σφραγίδα του θανάτου της σφηνώστε από πάνω την πλάκα που ετοίμαζα γι' ατέλειωτο καιρό, ποτέ να μην την ψάξουνε, ποτέ να μην τη βρούνε, να γίνει σκόνη και βρωμιά, ντροπή στον ουρανό". Που σήκωσε τα μάτια της στον πρωτοάρχοντά μου και με λαγνείες και λασπιές τον πήρε από κοντά μου, ο,τι εγώ ανέστησα να χαίρεται εκείνη που δε γνωρίζει από χαρά, μα μήτε από οδύνη". Όταν την απερνάνε από την εκκλησιά, ραΐζουν οι καντήλες και σβήνουν τα κεριά. "Και τώρα πάμε από δω, να πούμε την αλήθεια, σ' όποιον θελήσει της ντροπής να μάθει το γραφτό: πως ώρες περιμέναμε, όμως αυτή δεν ήρθε και μήνυμα μας έστειλε με άνθρωπο τρελό, πως αύριο κιόλας μ'άλλονε λέει παντρολογιέται, η έχιδνα, η μάγισσα, το απαίσιο θηλυκό". Έτσι και έγινε λοιπόν, περάσαν χρόνοι χίλιοι, και στο σωλήνα έμεινα αιώνιο μυστικό ώσπου μια μέρα λαμπερή, μες στις χαρές του Ιούνη, μες στον απαίσιο τάφο μου, ενώ άλλαζα πλευρό, κάποιος την πλάκα σήκωσε και βρήκε ό,τι είχε μείνει - λίγα μαλλιά, λίγο πλεκτό, το μαχαιράκι το μικρό και ένα φιδάκι κόκκινο τριγύρω απ'το λαιμό. Όταν την απερνάνε από τη γειτονιά, κορίτσια και νυφάδες την κλαιν την ομορφιά, όταν την απερνάνε από τα μαγαζιά, ραΐζουν τα ποτήρια και φεύγουν τα κρασιά, όταν την απερνάνε από την εκκλησιά, ραΐζουν οι καντήλες και σβήνουν τα κεριά.
3.
Κι αν δε θες ν’ αρνηθώ τ’ όνομά σου κι αν αυτό σου γεννάει ντροπή μ’ ένα τρέκλισμα αρχινώ τη χαρά σου μη βαραίνοντας πια τη γιορτή Κι αν το θες, να ‘τη, έφτασε η ώρα μία γύψινη να έχω κορώνα εκκρεμές απ’ το άσπρο ταβάνι σ’ έναν ύστατο, απέλπιδο αγώνα Μη δειλιάσεις (λοιπόν) καρδιά μου, μη λείψεις στο βάθρο σου ορθώσου γερά κατακόρυφη, ορθή, μη λυγίσεις το στεφάνι σου κάμε θηλειά.
4.
Σιρίτια και παράσημα στα πόδια σου τ’αφήνω αλλού αφού ξοδεύτηκες γυαλιά να γίνουν και καρφιά το αίμα να σου πίνουν Ποιός είναι αυτός που αφρούρητο τον πόθο μου σα βρήκε σα φίδι κρύο και υγρό μες στ’αχνιστά σκεπάσματα σκαρφάλωσε και μπήκε; Ποιός σύλησε τη σάρκα μου; Ποιός κλέβει τη φωνή μου; Έναν φαιό οδυρόμενο, ποιός μ’εκανε κι εξόριστο, στην ίδια την ζωή μου; * Στραβά υπολογίζατε πως ήξερα να χάνω συντρίμμια εγώ δε γίνομαι μα με το χρίσμα του τρελού συντρίμμια θα σας κάνω
5.
Από τις σκάρτες τις ρακές τι μου ‘μελε να πάθω άμα το ήξερα απο πριν στο στόμα δεν τις έβαζα εγώ σας το υπογράφω Κι εσύ, αμάν βρε Σοφοκλή, τι σου ρθε να μιλήσεις; δεν κράταγες τη γνώμη σου; ήταν ανάγκη όλους μας να μας εξαφανίσεις; Από τον φίλο πιο εχθρό στον κόσμο αυτόν δεν έχει κρατά για όπλο μυστικά, τα όνειρά σου τα κρυφά, και πάνω σου το στρέφει “Δες μούτρα για τον έρωτα” μα είναι αυτές κουβέντες; τα λεν αυτά σε άνθρωπο, σε σεβνταλή, οι συνάδελφοι οι ντόμπροι, οι λεβέντες; Και τώρα τι κατάλαβες; οι δυο στο μαύρο χώμα κι οι έρωτες και οι ρακές ανέγγιχτα κάτω απ το φως ζεσταίνονται ακόμα. Από τον φίλο πιο εχθρό στον κόσμο αυτόν δεν έχει κρατά για όπλο μυστικά, τα όνειρά σου τα κρυφά, και πάνω σου το στρέφει
6.
Είναι Αύγουστος πια και ο κόσμος μου λέει στο κρασί μου να βάζω νερό. Δε γαμιούνται τους λέω, να κοιτάν τις δουλειές τους, ό,τι βρω θα το πιω. Χρόνια έντεκα γάμου να παλεύω στη γκρίνια κι αυτή η σκρόφα να μου έχει εραστή. Θα τη σφάξω τη σκύλα και αυτήν και τον άλλον Και το σόι της όλο μαζί. Πίνω κι άλλο, αντέχω, και φοράω τα καλά μου, ένα μπετόνι βενζίνη αρπάζω. Να καεί και το σύμπαν και στ’ αρχίδια μου όλα και φωτιά στο σπίτι μου βάζω. Εμένα Αρίστο με λένε, εκ Λαρίσης της πόλης και να μάθει ο κόσμος καλά, πώς δε βρέθηκε ακόμα πουστιά να μου παίξει γιος κανένα μπινέ πουσταρά. Δυο ρεβόλβερ αρπάζω, φορτωμένα μολύβι και στο χέρι λεπίδα βαστώ, στο παράθυρο ορμάω, βγαίνω έξω στο δρόμο, παρανάλωμα μη γίνω κι εγώ! Τα κόκκινα μάτια ο ήλιος μου καίει, τρεκλίζω για μία στιγμή. Σα στυλώνω το βλέμμα, ορθώνω το σώμα – το μυαλό μου γεμίζει οργή. Και τον βλέπω μπροστά μου, της πουτάνας το γιο να καπνίζει στην άκρη αραχτός. Χιμάω, βγάζω τη λάμα, του χαλάω τον ώμο κι αυτός πάει να μου γίνει μπουχός. «Εμένα Αρίστο με λένε, εκ Λαρίσης της πόλης και να μάθεις ρε πούστη καλά, πως δε βρέθηκε ακόμα κερατά να με κάνει γιος κανένα μπινέ πουσταρά!» «Καριολόπουστα», σκούζω, «γαμημένο τρυπίδι, τώρα τρέχεις να πας να κρυφτείς!» Καθώς τρέχω ξωπίσω, ξεφορτώνω μολύβι και του ρίχνω στον κρόταφο ευθύς! Τώρα πλέει το αρχίδι μες στο ίδιο του το αίμα και να βγάλει μιλιά δεν μπορεί. Για να δω πώς θα χώνει την ψωλή του στο χώμα Σαν τον φάει η μαύρη η γη! Μια και δυο κάνω πίσω σαν βλέπω τον κόσμο να συρρέει μόλις μύρισε αίμα. Στο βρωμόσπιτο φτάνω της κακιάς πεθεράς στο χαμό μου να δώσω ένα τέρμα! Μπαίνω μέσα και πέφτω στην καριόλα τη νύφη της γυναίκας μου που πίνει νερό. «Στο λαιμό να σου κάτσει, μωρή πασαγαμιόλα» λέω και κάνω να ρίξω εν ψυχρώ. Μα το φίδι ξεφεύγει, μου χτυπάει το χέρι, το σημάδι μου χάνω, αστοχώ. Αρχίζει ουρλιάζει η σκρόφα «δολοφόνε, αλήτη! Πάρε δρόμο και ουστ από ‘δω!» Σαστίζω απ’ τη στρίγγλα που έχει ξεφύγει, μα δεν έχω να χάσω καιρό. Βουτάω δίπλα στο δώμα, τη γυναίκα μου βλέπω, κάνω «ΜΠΑΜ» και της ρίχνω εν ψυχρώ. Και δε λέει να τελειώσει έτσι αυτή η ιστορία όσο η άθλια η μάνα της ζει. Ψάχνω βρίσκω την κάργια, σπαρταράει σαν το ψάρι «Μη, Αρίστο, μη μου φας τη ζωή»! «Γαμημένη τσουρόγρια, εσύ τα ‘κανες όλα!», λέω και ρίχνω ευθύς στο κεφάλι. «Πού ‘ναι ο πούστης ο γιος σου με την άλλη πουτάνα» λέω και κάνω να φύγω απ’ την άλλη. Μα δε βρίσκω κανέναν, έχουν πια διαφύγει, ποιος να ξέρει πού να έχουν κρυφτεί; «Κωλοσόι», ψιθυρίζω, «γαμημένοι ρουφιάνοι, μου γαμήσατε εντελώς τη ζωή!» Κι έτσι τώρα δε μένει άλλο κάτι να γίνει, ό,τι έπρεπε έχει ήδη συμβεί. Στυλώνω το βλέμμα, ορθώνω το σώμα, μία ακόμα και φεύγω μαζί.
7.
Τα σπίτια όπου σπατάλησα τα 23 μου χρόνια, ανάλατα και πνιγηρά της πλήξης ιερά, τα κλουμπ, οι λέσχες με τα σπορ, τα σουαρέ, οι βεγγέρες, φιόγκοι, γαντάκια και σανσόν, βωμοί στο Τίποτα. Εγώ ποθώ τ'ανάποδα, τα δύσκολα, τα ξένα, εκείνα που ολόκληρο με βάφουν στη βρωμιά, τα μέρη οπου ο θάνατος νικιέται κάθε βράδυ, σε σκοτεινά μέσα στενά και σε υγρά κορμιά. Και πρέπει να διωχθεί μακριά, με το κεφάλι πρώτο, ο φόβος του Αχέροντα που όλους μας κυβερνά και ας μην πει ποτέ κανείς ζωή πως έχει ζήσει, αν πρώτα δεν κατάφερε το τέλος να ξεχνά. Από τη Λάρισα ως εδώ είναι πολλές οι ώρες, είναι μια ολόκληρη ζωή για κάποιους από μας, γόνους καλούς, γόνους σωστούς μα κάπως μπερδεμένους, που άγονται και φέρονται εκ γυναικός τινός. Αυτό θα πούνε όλοι τους, μα εκείνοι δε θα ξέρουν πως είναι τάχα να κοιτάς την πόλη από ψηλά, στη σπειροχαίτη την ωχρά καβάλα αλυχτώντας, όταν ο τρόμος του τρελού στα μάτια σε κοιτά Και πρέπει να διωχθεί μακριά, με το κεφάλι πρώτο, ο φόβος του Αχέροντα που όλους μας κυβερνά και ας μην πει ποτέ κανείς ζωή πως έχει ζήσει, αν πρώτα δεν κατάφερε το τέλος να ξεχνά. Απ’ το να σβήσω στωικά και εγώ στ' Ασβεστοχώρι, με ύπνο πολύ, φαγίν καλόν και άλλα μαγικά, διαλέγω την ανάσα μου εδώ να καταθέσω, μέσα σ' αυτό το σινεμά, που ξέρω από παλιά Αφού ταινία πληκτική με υπομονή θ'αντέξω -φόρο τιμής σ'όσα άντεξα ως τώρα πληκτικά- το όπλο μου μ'ενθουσιασμό σε μένα θα το στρέψω, πρώτη φορά έτσι κ εγώ κάνοντας σαματά! Και πρέπει να διωχθεί μακριά, με το κεφάλι πρώτο, ο φόβος του Αχέροντα που όλους μας κυβερνά και ας μην πει ποτέ κανείς ζωή πως έχει ζήσει, αν πρώτα δεν κατάφερε το τέλος να ξεχνά.
8.
Θέλω να σ’ αφήσω, να σ’ αφήσω να καις σαν κεράκι αναμμένο στις εικόνες του χθες. Σπάω τις στιγμές μας σε χιλιάδες στιγμές σαν αλάτι να σκορπίζω στις κρυφές μας πληγές. Θέλω να σ’ αφήσω, να σ’ αφήσω να καις σαν κεράκι αναμμένο στις εικόνες του χθες.
9.
Κρημνοβατώ στης τρέλας τον γκρεμό κάτω κοιτώ να πέσω αξίζει μόνο, να χαθώ και να σε βρω προς τ’άφωτο το κέντρο της ζωής μου οδηγό Στα βάθη τα φριχτά των ωκεανών σου να πνιγώ και νύφη απ τα σκοτάδια τρομερή ν’αναδυθώ κεντώντας σου με φρίκες και με πόνους νυφικό Στην ατσαλένια τη βελόνα σου εγώ να τυλιχτώ κι απ’το αίμα μου κλωστές μεταξωτές να σου περνώ κουβάρι αξεμπέρδευτο, ακριβή μου εσύ κι εγώ
10.
Μοιάζει η Ιστορία να ‘ναι τόσο μικρή στους πρόποδες του κόσμου κουβαλάμε μαζί Μια αγάπη που ‘χει γίνει θορυβώδης σιωπή και δεν μπορεί ν’ ανθίσει - παρά μόνο πενθεί. Σ’ αυτήν την ιστορία που ‘ναι τόσο μικρή με ψίθυρους και ανάσες χτίσαμε μιαν αυλή και μέσα της σκουριάζουμε - έχει ο χρόνος βαλθεί δεμένους πάνω σε όρκους να μας σύρει στη γη. Μα όσο και να μοιάζει μια ιστορία μικρή, ακόμα κι όταν όλα έχουνε ειπωθεί και οι χώρες απ’ τους χάρτες έχουν όλες σβηστεί ποτέ μια ιστορία δεν θα είναι μικρή Ποτέ μια ιστορία δεν θα είναι μικρή Ποτέ μια ιστορία δεν θα είναι μικρή… Σ’ αυτή την ιστορία που είναι τόσο μικρή το γέλιο που με χάιδευε έχει πια μαραθεί στα χείλη μου στεγνώνει ορφανό το φιλί και δεν μπορεί ν’ ανθίσει παρά μόνο πενθεί Μοιάζει η ιστορία μας να ‘ναι τόσο μικρή ουρλιάζει γύρω ο κόσμος, έχει πια γκρεμιστεί και πόσο ν’ αναβάλλεις άλλο πια μια ζωή οργώνοντας ρυτίδες σε μια χώρα στεγνή
11.
Μεστωμένος Απρίλης της γεμίζει το στήθος εικοσιέξι από δαύτους έχει πια διασχίσει στα πυκνά της τα τσίνορα φορτώνει ένα δάκρυ στο πλάι μου, λέει, θέλει, για πάντα να ζήσει. Κάτω στη ρεματιά μες στους ανθούς Το λαιμό της κοιτάζω με τρεμάμενο βλέμμα και με λόγια υγρά της μεθάω το νου η ανοιξιάτικη μέθη την ξαπλώνει σιμά μου τη βαφτίζω δικιά μου - δε θα γίνει αλλουνού. Κάτω στη ρεματιά μες στους ανθούς Ποιος μπορούσε ν’ ακούσει και να μην έχει φρίξει τα ρόδινα χείλη έχουν γίνει οχιές “είσαι μόνο γι’ αυτό” μου πετάει και με βρίζει αυτά που φιλούσα, τώρα φτύνουν φωτιές. Κάτω στη ρεματιά μες στους ανθούς Το λαιμό της κρατάω με τρεμάμενο χέρι η οργή μου τυφλώνει τα μάτια, το νου και μαθαίνω γιατί κρατώ αυτό το μαχαίρι τη βαφτίζω δικιά μου - δε θα γίνει αλλουνού. Κάτω στη ρεματιά μες στους ανθούς Ένα σύννεφο σκότους διαλύεται μπρος μου πως εγώ έχω τσακίσει αυτήν που αγαπώ δύο χέρια σαν ξένα, μιαρά, μες στο αίμα τη φιλάω στο στόμα που είναι πια σιωπηλό. Κάτω στη ρεματιά μες στους ανθούς
12.
Η πόλη έχει ένα στέρνο που όλο ανεβοκατεβαίνει. Ανασαίνει ανάσες υγρές και στέλνει σύννεφα στον ουρανό, βροχή στους δρόμους, υγρασία στους τοίχους. Οι τοίχοι μας είναι ποτισμένοι από ανάσες. Ανάσες στομάτων που κάποτε φιλήθηκαν και από το βάρος του φιλιού δεν άντεξαν, έγιναν παγωμένη σκόνη. Ανάσες παλιές που μας κλείνουν σε ένα υγρό κουκούλι και ετσι νοτισμένοι πορευόμαστε τις μέρες και τις νύχτες μας· τις νύχτες αυτής της πόλης, που κάποιοι τις είπαν ‘ερωτικές’. H Ερωτική πόλη των μπουρδέλων της ανέχειας, των χαμένων εγωισμών, των πληγωμένων ζωών. H Ερωτική πόλη του Βαρδάρη, Αφροδίτης και Ταντάλου γωνία, του Κανάλ ντ’αμούρ, των λούμπεν αγγιγμάτων, της προσφυγιάς, της παράγκας, των λασπόνερων και των ελών, των καταυλισμών, των τρομερών νοσημάτων με το μυθικό όνομα. Α, η Θεσσαλονίκη είναι το δίχως άλλο μια πόλη ερωτική. Η πόλη δεν ησυχάζει ποτέ. Καταπίνει λαίμαργα χρόνια, ανθρώπους, ζωές και γεννάει Ιστορία. Και η Ιστορία ανασαίνει ανάσες υγρές και οι ανάσες της γίνονται κισοί σκοτεινοί και γατζώνονται πάνω στα σπίτια μας. Οι τοίχοι μας είναι ποτισμένοι από ανάσες. Η πόλη αυτή φαίνεται πως αγαπάει τη σιωπή. Αγαπάει το νήμα της φωνής που κόβεται, έχει κρύψει στα σπλάχνα της κουβάρι ολόκληρο από ψαλιδισμένες κλωστές. Τις μέρες, τις νύχτες οι φωνές ακούγονται σε όποιον έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με την πόλη. Την πόλη που κάποιοι την είπαν ερωτική. H Ερωτική πόλη του χυμένου αίματος. Ο μικρός νεομάρτυρας στο Καπάνι, οι φρικτές τιμωρίες του αλυτρωτισμού, η σφαγή των προξένων. Ο βασιλιάς Γεώργιος που σβήνει στις πάλαι ποτέ Εξοχές, ο Πολκ που επιπλέει στον Θερμαϊκό, ο Ζέβγος, ο Λαμπράκης, οι νεκροί του εμφυλίου, της πρωτομαγιάς, του ολοκαυτώματος του Χορτιάτη. ….. Η ερωτική πόλη των εξισλαμισμών, των κομιτατζίδων, των εθνικιστών, των ταγματασφαλιτώνν, του παρακράτους, των συλαλλητηρίων, των πογκρόμ· Α, η Θεσσαλονίκη είναι το δίχως άλλο μια πόλη ερωτική.

about

Τα ερωτικά εγκλήματα της Θεσσαλονίκης

credits

released December 13, 2016

Μαρίνα Αντωνοπούλου (κείμενα, στίχοι)
Δημήτρης Κούτλας (τύμπανα)
Νίκος Δημηνάκης (βαρύτονο σαξόφωνο)
Αναστάσης Μισυρλής (βιολοντσέλο)
Γιάννης Παπατριανταφύλλου (κοντραμπάσο)
Άλκηστις Τόγια (σοπράνο)
Ιόλη-Καλλιόπη Ευστρατίου (φωνητικά)
Αλεξάνδρα Μαργαρίτου (φωνητικά)
Νατάσα Χασάπη (φωνητικά)
Γιώργος Χούχος (φωνή, πιάνο, στίχοι)

Βίκτωρ Μοσχόπουλος (εικονογράφηση)
Ηχοληψία, μίξη, mastering: Τίτος Καργιωτάκης, Χρήστος Χαρμπίλας

license

all rights reserved

tags

If you like Υγρασία - Humidity, you may also like: